βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
βγάζω — έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος 1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι: Έβγαλα το δόντι που με πονούσε. 2. εμφανίζω, αναδίνω: Το δέντρο έβγαλε μπουμπούκια. 3. παράγω, κερδίζω: Βγάζω πολλά χρήματα δουλεύοντας ως αντιπρόσωπος. 4. δημοσιεύω, εκδίδω έντυπο: Βγάζει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζινοβολώ — βγάζω σπινθήρες, σπινθηροβολώ, σπιθοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αζίνα + παραγ. κατάλ. βολώ] … Dictionary of Greek
αποφυλακίζω — βγάζω από τη φυλακή, αφήνω ελεύθερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + φυλακίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
ασημοβροντώ — βγάζω ασημένιο ήχο, ηχώ σαν ασήμι … Dictionary of Greek
αφερματίζω — βγάζω το έρμα από το πλοίο, ξεσαβουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, σαβούρα». Η. λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φ. Ιωάννου] … Dictionary of Greek
εκβουτυρώνω — βγάζω το βούτυρο από το γάλα, αποβουτυρώνω … Dictionary of Greek
εκβραχίζω — βγάζω βράχους από το έδαφος … Dictionary of Greek
εξαγκιστρώνω — βγάζω κάτι από το αγκίστρι, το απαγκιστρώνω, το απαλλάσσω από την αγκίστρωση … Dictionary of Greek
ξεβαβουλίζω — βγάζω το βαμβάκι από το βαβούλι του, από την κάψα του 2. ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βαβούλι «μπουμπούκι, κάψα του βαμβακιού»] … Dictionary of Greek